- περιστατικοῦ
- περιστατικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθύμηση — αναθύμηση, η και αναθυμιά, η και αναθύμημα, το η με πόθο ανάμνηση κάποιου ευχάριστου περιστατικού: Στην αναθύμηση του περιστατικού εκείνου το πρόσωπό του γινόταν χαρούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπροσωποποίηση — η 1. κατάσταση απώλειας του αισθήματος της πραγματικής ύπαρξης του πάσχοντος ατόμου 2. αφαίρεση ή παράλειψη των προσωπικών στοιχείων κατά την αφήγηση περιστατικού … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
κρυπτομνησία — η (ψυχολ.) ασυνείδητη απομνημόνευση ενός περιστατικού το οποίο δεν επανεμφανίζεται στη συνείδηση αλλά μόνο σε μια ειδική συνειδησιακή κατάσταση, όπως είναι η ύπνωση ή το όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptomnesia < crypt(o) (< … Dictionary of Greek
πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… … Dictionary of Greek
ψωροκώσταινα — Πάμφτωχη γυναίκα από το Ναύπλιο, στα χρόνια του Καποδίστρια, η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια. Επειδή όμως δεν κατόρθωνε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της με την εργασία της, έφτασε σε απόγνωση. Σύγχρονοί της στο Ναύπλιο, έλεγαν,… … Dictionary of Greek
Αμφιτρύων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τίρυνθας, απόγονος του Περσέα. Επειδή σκότωσε κατά λάθος τον πατέρα της μνηστής του Αλκμήνης, αναγκάστηκε να εξαγνιστεί με εξορία στη Θήβα, κοντά στον βασιλιά Κρέοντα. Η Αλκμήνη πήγε, τον βρήκε και τον παντρεύτηκε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… … Dictionary of Greek